ληθεδών

ληθεδών
ληθεδών, -όνος, ἡ (Α)
(ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ- τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα -δών (πρβλ. αρπε-δών, μελε-δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ληθεδών — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνα — ληθεδών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνι — ληθεδών fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδόνος — ληθεδών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …   Dictionary of Greek

  • τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) …   Dictionary of Greek

  • τυφεδών — όνος και ῶνος, ἡ, Α 1. καύση, φλόγωση 2. πυρσός, λαμπάδα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα (ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”